- διάπηγμα
- το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω]1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων)2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης, τραβέρσα)3. ζεύγος ξύλων για τη σύνδεση τού θωρακίου, τρέσες4. μεταλλικοί ράβδοι για ενίσχυση τών ατμολεβήτων (τιράντες)αρχ.1. εγκάρσιο ξύλο ή δοκάρι2. χώρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.